- καταβαπτιστής
- κατα-βαπτιστής, ὁ, der Untertauchende
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
καταβαπτιστής — καταβαπτιστής, ὁ (Α) [καταβαπτίζω] αυτός που καταβαπτίζει, που καταβυθίζει και καταπνίγει … Dictionary of Greek